- ανασπογγίζω
- ἀνασπογγίζω (Α)καθαρίζω προσεκτικά με σπόγγο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνασπογγίσαι — ἀνασπογγίζω sponge clean aor inf act ἀνασπογγίσαῑ , ἀνασπογγίζω sponge clean aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπογγίζειν — ἀνασπογγίζω sponge clean pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπογγίζουσα — ἀνασπογγίζω sponge clean pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπογγίζων — ἀνασπογγίζω sponge clean pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπογγίσας — ἀνασπογγίσᾱς , ἀνασπογγίζω sponge clean aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)